bn:00037276n
Noun Concept
EL
δεσμοφύλακας  σωφρονιστικός υπάλληλος  αξιωματικός διόρθωση  δεσμοφύλακάς  διορθώσεις αξιωματικός
EN
Someone who guards prisoners WordNet 3.0
English:
occupation
Relations
Sources