bn:00042664n
Noun Concept
EL
αίθουσα
EL
Μεγάλος στεγασμένος χώρος δημόσιου χαρακτήρα, προοριζόμενος για συγκεντρώσεις πολλών ατόμων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μεγάλος στεγασμένος χώρος δημόσιου χαρακτήρα, προοριζόμενος για συγκεντρώσεις πολλών ατόμων Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations