bn:00065433n
Noun Concept
Categories: Είδη χημικών αντιδράσεων
EL
πυρόλυση  πυρόλυση σε κενό
EL
(χημεία) διάσπαση μιας χημικής ένωσης με την επίδραση υψηλής θερμοκρασίας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(χημεία) διάσπαση μιας χημικής ένωσης με την επίδραση υψηλής θερμοκρασίας Greek Open Multilingual WordNet
Η πυρόλυση είναι η χημική διάσπαση οργανικών υλικών με θέρμανση απουσία οξυγόνου και άλλων αντιδραστηρίων, εκτός πιθανόν από ατμό. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations