bn:00073207n
Noun Concept
EL
ειδίκευση  εξειδίκευση
EL
Η απόκτηση γνώσεων και εμπειριών σε ορισμένο κλάδο επιστήμης,τέχνης,επαγγέλματος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources