bn:00093063v
Verb Concept
EL
καθηλώνω  καρφώνω
EL
Για κάτι που ασκεί τόσο έντονη επίδραση σε κάποιον, ώστε να μην μπορεί να αντιδράσει. Τραβώ την προσοχή κάποιου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Για κάτι που ασκεί τόσο έντονη επίδραση σε κάποιον, ώστε να μην μπορεί να αντιδράσει. Τραβώ την προσοχή κάποιου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet