bn:00093769v
Verb Concept
EL
βουλιάζω  βυθίζω  καταποντίζω
EL
Προκαλώ κατάδυση, κάνω κάποιον ή κάτι να βουλιάξει στο βυθό, προκαλώ την καταστροφή, τον καταποντισμό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Προκαλώ κατάδυση, κάνω κάποιον ή κάτι να βουλιάξει στο βυθό, προκαλώ την καταστροφή, τον καταποντισμό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet