bn:00000318n
Noun Concept
EL
ικανότητα  δεξιότητα  δυνατότητα  επιτηδειότητα
EL
Το να έχει κάποιος τη δυνατότητα (ιδίως πνευματική) που χρειάζεται για να επιτύχει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το να έχει κάποιος τη δυνατότητα (ιδίως πνευματική) που χρειάζεται για να επιτύχει κάτι Greek Open Multilingual WordNet