bn:00000428n
Noun Concept
EL
απουσία
EL
Η κατάσταση κατά την οποία κανείς είναι απών, δεν παρευρίσκεται κάπου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η κατάσταση κατά την οποία κανείς είναι απών, δεν παρευρίσκεται κάπου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations