bn:00000436n
Noun Concept
EL
αφηρημάδα  absentmindedness  αφηρημένος
EL
Η ιδιότητα του να μην είναι κάποιος συγκεντρωμένος σε αυτό που κάνει Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ιδιότητα του να μην είναι κάποιος συγκεντρωμένος σε αυτό που κάνει Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations