bn:00000502n
Noun Concept
EL
ασάφεια  απροσδιοριστία  θολότητα
EL
Η ιδιότητα του να είναι κάτι αβέβαιο ή ασαφές Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ιδιότητα του να είναι κάτι αβέβαιο ή ασαφές Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet