bn:00000635n
Noun Concept
Categories: Επιταχυντές
EL
επιταχυντής σωματιδίων  επιταχυντής  Επιταχυντής σωματίων  επιταχυντή σωματιδίων  άτομο smasher
EL
(φυσική) συσκευή που προσδίδει ενέργεια σε σωματίδια ή σε φορτισμένα άτομα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(φυσική) συσκευή που προσδίδει ενέργεια σε σωματίδια ή σε φορτισμένα άτομα Greek Open Multilingual WordNet
Γενικά επιταχυντής σωματίδιων ονομάζεται μια ειδική μηχανική διάταξη που μπορεί και επιταχύνει σωματιδία σε μεγάλες ταχύτητες, που μπορεί να φτάσουν ένα σημαντικό ποσοστό της ταχύτητας του φωτός. Wikipedia