bn:00000637n
Noun Concept
EL
επιταχυνσιόμετρο  επιταχυνσίομετρο  επιταχυνσιογράφος  αξελερόμετρο  επιταχυνσιόμετρα
EL
Το όργανο που καταγράφει την επιτάχυνση υλικού σημείου ή σώματος κάθε χρονική στιγμή Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το όργανο που καταγράφει την επιτάχυνση υλικού σημείου ή σώματος κάθε χρονική στιγμή Greek Open Multilingual WordNet