bn:00000896n
Noun Concept
EL
ακρωμία  αχρωματοψία  δαλτονισμός  δυσχρωματοψία  achromaticity
EL
Ανωμαλία της όρασης, κατά την οποία ο ασθενής αδυνατεί να διακρίνει τα χρώματα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ανωμαλία της όρασης, κατά την οποία ο ασθενής αδυνατεί να διακρίνει τα χρώματα Greek Open Multilingual WordNet