bn:00001294n
Noun Concept
EL
άθροιση  αύξηση  κέρδους
EL
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αθροίζω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αθροίζω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations