bn:00001353n
Noun Concept
EL
ευχέρεια  ειδικότης  επιδεξιότητα
EL
Η δυνατότητα ή η ικανότητα που έχει κάποιος να κάνει ή να πετυχαίνει κάτι εύκολα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η δυνατότητα ή η ικανότητα που έχει κάποιος να κάνει ή να πετυχαίνει κάτι εύκολα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations