bn:00001359n
Noun Concept
Categories: Νευροδιαβιβαστές, Πρωτεΐνες
EL
αντιδιουρητική ορμόνη  αγγειοπιεσίνη  βαζοπρεσσίνη ή αντιδιουρητική ορμόνη  βασοπρεσίνη  adh
EL
Η αντιδιουρητική ορμόνη ή αγγειοπιεσίνη, η οποία είναι γνωστή και ως αργινινική βασοπρεσίνη ή αργιπρεσίνη. Wikipedia
English:
gene
Definitions
Relations
Sources
EL
Η αντιδιουρητική ορμόνη ή αγγειοπιεσίνη, η οποία είναι γνωστή και ως αργινινική βασοπρεσίνη ή αργιπρεσίνη. Wikipedia
Πεπτιδική ορμόνη εννέα αμινοξέων που επιδρά στα ουροφόρα σωληνάρια αυξάνοντας την διαπερατότητά τους προς διάφορες ουσίες. Wikidata