bn:00001454n
Noun Concept
EL
θαυμασμός  θαυμασμό  κατάπληξη
EL
Συναίσθημα, συνήθως θετικό, έκπληξης και απορίας απέναντι σε κάτι παράδοξο ή απροσδόκητο Greek Open Multilingual WordNet
English:
emotion
Definitions
Relations
Sources
EL
Συναίσθημα, συνήθως θετικό, έκπληξης και απορίας απέναντι σε κάτι παράδοξο ή απροσδόκητο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations