bn:00001500n
Noun Concept
EL
αξεσουάρ
EL
Το συμπληρωματικό εξάρτημα αμφίεσης, το οποίο εξυπηρετεί περισσότερο αισθητικούς παρά πρακτικούς σκοπούς Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το συμπληρωματικό εξάρτημα αμφίεσης, το οποίο εξυπηρετεί περισσότερο αισθητικούς παρά πρακτικούς σκοπούς Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet