bn:00001525n
Noun Concept
Categories: Ανθρωπολογία, Βιολογία
EL
ενήλικος  Ενήλικας  Ενηλικίωση  grownup  ενήλικες
EL
Ένα πλήρως ανεπτυγμένο άτομο από την ωριμότητά του και ύστερα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Ένα πλήρως ανεπτυγμένο άτομο από την ωριμότητά του και ύστερα Greek Open Multilingual WordNet
Η έννοια της ενηλικίωσης έχει διαφορετική ερμηνεία στη νομική επιστήμη, στη βιολογία και στην ψυχολογία.Στο ανθρώπινο πλαίσιο, ο όρος ενήλικος έχει επιπλέον έννοιες που συνδέονται με κοινωνικές και νομικές έννοιες. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
WordNet Translations
EL
Wikipedia Translations