bn:00001606n
Noun Concept
EL
αδυναμία  αδυναμια
EL
Έλλειψη σωματικής δύναμης, εξάντληση, ατονία ιδιαίτερα μετά από γρίπη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Έλλειψη σωματικής δύναμης, εξάντληση, ατονία ιδιαίτερα μετά από γρίπη Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations