bn:00001938n
Noun Concept
EL
ηλικία
EL
Μια περίοδος στη ζωή κατά την οποία υπάρχει κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα ή δύναμη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μια περίοδος στη ζωή κατά την οποία υπάρχει κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα ή δύναμη Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations