bn:00001952n
Noun Concept
EL
τρίτη ηλικία  ηλικίας  ηλικιωμένος  ηλικιωμένους
EL
Το σύνολο των ηλικιωμένων μελών μιας κοινωνίας,οι ηλικιωμένοι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Το σύνολο των ηλικιωμένων μελών μιας κοινωνίας,οι ηλικιωμένοι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations