bn:00002156n
Noun Concept
EL
βοήθεια  διμερή βοήθεια  επισιτιστική βοήθεια  οικονομική ενίσχυση
EL
Προσφορά χρημάτων για την υποστήριξη ενός προσώπου ή σκοπού Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources