bn:00002310n
Noun Concept
EL
αερόπλοιο  πηδαλιουχούμενο  πηδαλιοχούμενο αερόστατο  αεροσκάφος  αερόπλοια
EL
Ιπτάμενη μηχανή ελαφρύτερη από τον αέρα, με πηδάλιο και κινητήρες προωθήσεως Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources