bn:00002514n
Noun Concept
EL
χημεία  διαπροσωπική έλξη  διαπροσωπική χημεία
EL
Ο τρόπος με τον οποίο δύο άτομα ταιριάζουν ή όχι Greek Open Multilingual WordNet
English:
relationship
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο τρόπος με τον οποίο δύο άτομα ταιριάζουν ή όχι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations