bn:00002842n
Noun Concept
Categories: Ανοσολογία, χωρίς συγγραφέα ή επιμελητή
EL
αλλεργία  Ἀλλεργία  αλλεργική αντίδραση  αλλεργίες  αλλεργικές
EL
Με τον όρο αλλεργία εννοείται η παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός αντιδρά απέναντι σε αβλαβείς περιβαλλοντικές ουσίες, που ονομάζονται αλλεργιογόνα. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Με τον όρο αλλεργία εννοείται η παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός αντιδρά απέναντι σε αβλαβείς περιβαλλοντικές ουσίες, που ονομάζονται αλλεργιογόνα. Wikipedia