bn:00003300n
Noun Concept
EL
ενέδρα  ενέδρες  επίθεση ματιά  που βρίσκεται σε αναμονή
EL
Το να παραμονεύει κανείς κάποιον, κρυμμένος, για να του επιτεθεί ξαφνικά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources