bn:00003598n
Noun Concept
EL
χρεωλύσιο
EL
Το ποσό που καταβάλλει ένας οφειλέτης σε τακτά χρονικά διαστήματα για να εξοφλήσει χρέος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το ποσό που καταβάλλει ένας οφειλέτης σε τακτά χρονικά διαστήματα για να εξοφλήσει χρέος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet