bn:00003878n
Noun Concept
EL
σφιγκτήρας  ανατομική σφιγκτήρα  σφιγκτήρ  σφιγκτήρα  σφιγκτήρα μυός
EL
Κυκλικός συσταλτός μυς, που κλείνει το στόμιο μιας κοιλότητας ή ενός πόρου του σώματος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κυκλικός συσταλτός μυς, που κλείνει το στόμιο μιας κοιλότητας ή ενός πόρου του σώματος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
Wikipedia Translations