bn:00003894n
Noun Concept
EL
έθνος  γένος
EL
Το σύνολο των ανθρώπων που έχουν κοινή καταγωγή, πχ. ελληνικό γένος (έθνος), κοινά στοιχεία που κληρονομούνται από γενιά σε γενιά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το σύνολο των ανθρώπων που έχουν κοινή καταγωγή, πχ. ελληνικό γένος (έθνος), κοινά στοιχεία που κληρονομούνται από γενιά σε γενιά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet