bn:00004060n
Noun Concept
Categories: Παθήσεις των αγγείων, Καρδιαγγειακό σύστημα
EL
ανεύρυσμα  ανευρύσματα  ανευρύσματος
EL
Με τον όρο ανεύρυσμα εννοούμε τη διεύρυνση, διόγκωση ή διάταση τμήματος ενός αιμοφόρου αγγείου εξαιτίας οργανικής πάθησης ή κάκωσης των τοιχωμάτων του. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Με τον όρο ανεύρυσμα εννοούμε τη διεύρυνση, διόγκωση ή διάταση τμήματος ενός αιμοφόρου αγγείου εξαιτίας οργανικής πάθησης ή κάκωσης των τοιχωμάτων του. Wikipedia
Διόγκωση γεμάτη με αίμα στο τοίχωμα αιμοφόρου αγγείου Wikidata
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations