bn:00004110n
Noun Concept
EL
αγγειόσπερμα  angiospermous δέντρο  ανθοφορίας δέντρο
EL
(βοτ.) οικογένεια φανερόγαμων φυτών που τα σπέρματά τους είναι κλεισμένα μέσα σε αγγεία και όχι γυμνά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(βοτ.) οικογένεια φανερόγαμων φυτών που τα σπέρματά τους είναι κλεισμένα μέσα σε αγγεία και όχι γυμνά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet