bn:00004278n
Noun Concept
EL
γλυκάνισο  άνισο  σπόρους γλυκάνισου
EL
Αρωματικό φυτό με τους σπόρους του οποίου αρωματίζουν διάφορα γλυκά και οινοπνευματώδη ποτά, κυρίως το ούζο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αρωματικό φυτό με τους σπόρους του οποίου αρωματίζουν διάφορα γλυκά και οινοπνευματώδη ποτά, κυρίως το ούζο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
Wikipedia Translations