bn:00004367n
Noun Concept
EL
παράμεσος  αριστερός παράμεσος  δακτυλιώτης  δαχτυλιδάς  annualry
EL
Το τρίτο δάχτυλο στο (αριστερό κυρίως ) χέρι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το τρίτο δάχτυλο στο (αριστερό κυρίως ) χέρι Greek Open Multilingual WordNet