bn:00004378n
Noun Concept
EL
δαχτυλίδι φυτού  δακτύλιο
EL
(για τα μανιτάρια) ίχνος του μερικού καλύμματος που στα ώριμα μανιτάρια περιβάλει το κατώτερο μέρος του κοτσανιού Greek Open Multilingual WordNet
English:
mycology
mushroom
Definitions
Relations
Sources
EL
(για τα μανιτάρια) ίχνος του μερικού καλύμματος που στα ώριμα μανιτάρια περιβάλει το κατώτερο μέρος του κοτσανιού Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations