bn:00004720n
Noun Concept
EL
αντίποδας  antipodean  αντίποδες  αντιπόδες
EL
(συνήθως στον πληθυντικό ) σημείο ή τόπος που σε σχέση με κάποιον άλλο βρίσκεται σε αντιδιαμετρική θέση Greek Open Multilingual WordNet
English:
geography
Definitions
Relations
Sources
EL
(συνήθως στον πληθυντικό ) σημείο ή τόπος που σε σχέση με κάποιον άλλο βρίσκεται σε αντιδιαμετρική θέση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations