bn:00004741n
Noun Concept
EL
αντισηπτικό  αντιβακτηριακό παράγοντα  αντισηπτικά
EL
Το αντισηπτικό είναι αντιμικροβιακή ουσία, η οποία ρίχνεται σε έναν ζωντανό ιστό/δέρμα για να μειώσει την πιθανότητα εμφάνισης λοίμωξης ή σήψης. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Το αντισηπτικό είναι αντιμικροβιακή ουσία, η οποία ρίχνεται σε έναν ζωντανό ιστό/δέρμα για να μειώσει την πιθανότητα εμφάνισης λοίμωξης ή σήψης. Wikipedia
Χημική ουσία που απομακρύνει μικροοργανισμούς από το δέρμα με ήπια μέσα Wikidata