bn:00004837n
Noun Concept
EL
πολυκατοικία  σπίτι διαμέρισμα
EL
Πολυώροφο οικοδόμημα (με περισσότερους από δύο ορόφους) που διαχωρίζεται σε αυτοτελή διαμερίσματα για τη στέγαση πολλών οικογενειών, ατόμων ή γραφείων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Πολυώροφο οικοδόμημα (με περισσότερους από δύο ορόφους) που διαχωρίζεται σε αυτοτελή διαμερίσματα για τη στέγαση πολλών οικογενειών, ατόμων ή γραφείων Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations