bn:00004980n
Noun Concept
Categories: Βίβλος
EL
απόστολος  Απόστολοι  Δώδεκα Απόστολοι  Σύναξις των 12 Αποστόλων  apostelic πατέρα
EL
Ο όρος απόστολος σημαίνει πρωταρχικά «απεσταλμένος, πρεσβευτής», ενώ μια πιο ειδική σημασία και ευρύτερα χρησιμοποιούμενη είναι «απεσταλμένος παρά του Θεού». Wikipedia
English:
word
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο όρος απόστολος σημαίνει πρωταρχικά «απεσταλμένος, πρεσβευτής», ενώ μια πιο ειδική σημασία και ευρύτερα χρησιμοποιούμενη είναι «απεσταλμένος παρά του Θεού». Wikipedia
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations