bn:00005111n
Noun Concept
EL
ραντεβού
EL
Η συνάντηση που έχει καθοριστεί για συγκεκριμένη ώρα σε συγκεκριμένο μέρος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η συνάντηση που έχει καθοριστεί για συγκεκριμένη ώρα σε συγκεκριμένο μέρος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet