bn:00005137n
Noun Concept
EL
μαθητευόμενος  prentice  μαθητεία  μαθητείας  μαθητευόμενο
EL
Αυτός που δουλεύει με έναν ειδικό για να τον βοηθάει και για να μαθαίνει κι αυτός το επάγγελμα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που δουλεύει με έναν ειδικό για να τον βοηθάει και για να μαθαίνει κι αυτός το επάγγελμα Greek Open Multilingual WordNet