bn:00005174n
Noun Concept
EL
βερικοκί  ροδακινί  βερίκοκο  κιτρινωπό ροζ  ροδάκινο
EL
Απόχρωση του ροζ με έναν ελαφρό τόνο κίτρινου Greek Open Multilingual WordNet
English:
color
colour
Definitions
Relations
Sources
EL
Απόχρωση του ροζ με έναν ελαφρό τόνο κίτρινου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations