bn:00005391n
Noun Concept
Categories: Αρχαιολογία
EL
αρχαιολογία  αρχαιολόγος  αρχαιολόγους  οι αρχαιολόγοι
EL
Η επιστήμη που μελετά τα κατασκευασμένα από ανθρώπους αντικείμενα παλαιότερων εποχών (μνημεία, έργα τέχνης, αντικείμενα καθημερινής ζωής) και γενικότερα δείγματα ανθρώπινης δραστηριότητας του παρελθόντος περαιτέρω ασχολείται και με την ανακάλυψη των παραπάνω αντικειμένων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η επιστήμη που μελετά τα κατασκευασμένα από ανθρώπους αντικείμενα παλαιότερων εποχών (μνημεία, έργα τέχνης, αντικείμενα καθημερινής ζωής) και γενικότερα δείγματα ανθρώπινης δραστηριότητας του παρελθόντος περαιτέρω ασχολείται και με την ανακάλυψη των παραπάνω αντικειμένων Greek Open Multilingual WordNet
Η αρχαιολογία είναι η «μελέτη των αρχαίων πραγμάτων». Wikipedia
Συστηματική μελέτη των υλικών καταλοίπων του ανθρώπινου παρελθόντος Wikidata
PERMANENT DUPLICATED ITEM
TOPIC'S MAIN WIKIMEDIA PORTAL
WIKIMEDIA OUTLINE
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
WordNet Translations