bn:00005747n
Noun Concept
EL
αγκαλιά
EL
Η ποσότητα που μπορεί να κρατήσει στα χέρια του ένας άνθρωπος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ποσότητα που μπορεί να κρατήσει στα χέρια του ένας άνθρωπος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations