bn:00005782n
Noun Concept
EL
τεθωρακισμένο όχημα  θωρακισμένο όχημα  θωρακισμένο όχημα πάλης  τεθωρακισμένα οχήματα μάχης
EL
Όχημα που φέρει θωράκιση για προστασία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources