bn:00005864n
Noun Concept
EL
θέση
EL
Ο τρόπος με τον οποίο είναι τοποθετημένο κάτι σε κάποιο χώρο, σημείο. Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο τρόπος με τον οποίο είναι τοποθετημένο κάτι σε κάποιο χώρο, σημείο. Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet