bn:00006014n
Noun Concept
EL
ειλεοτυφλική αρτηρία  ileocolic αρτηρία  ileocolic αρτηρίας  αρτηρία ileocolica
EL
Αρτηρία που ξεκινά από την ανώτερη μεσεντερική αρτηρία και τροφοδοτεί με αίμα το τυφλό τμήμα του παχέους εντέρου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αρτηρία που ξεκινά από την ανώτερη μεσεντερική αρτηρία και τροφοδοτεί με αίμα το τυφλό τμήμα του παχέους εντέρου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations