bn:00006030n
Noun Concept
EL
μεσεντέρια αρτηρία  μεσεντέριας αρτηρίας  μεσεντερική αρτηρία
EL
Κάθε ένας από τους δυο κλάδους της αορτής που περνά ανάμεσα από τα στρώματα της μεσεντέριας αρτηρίας μέχρι τα έντερα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάθε ένας από τους δυο κλάδους της αορτής που περνά ανάμεσα από τα στρώματα της μεσεντέριας αρτηρίας μέχρι τα έντερα Greek Open Multilingual WordNet
Σελίδα αποσαφήνισης εγχειρημάτων Wikimedia Wikidata