bn:00006172n
Noun Concept
Categories: Πυροβολικό, Πόλεμος
EL
πυροβολικό  βαρύ πυροβολικό  βαρύ όπλο
EL
Πυροβόλα μεγάλου βάρους και διαμετρήματος Greek Open Multilingual WordNet
English:
aviation
military
Definitions
Relations
Sources
EL
Πυροβόλα μεγάλου βάρους και διαμετρήματος Greek Open Multilingual WordNet
Το πυροβολικό είναι το τμήμα του στρατού που αναλαμβάνει αποστολές υποστήριξης των δυνάμεων "πρώτης γραμμής" ή/και την προσβολή εχθρικών στόχων πάσης φύσεως, συνήθως σε μεγάλες αποστάσεις. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations