bn:00006479n
Noun Concept
EL
συνάθροιση
EL
Συγκέντρωση ατόμων, συνήθως σε προκαθορισμένο τόπο και για ορισμένο σκοπό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Συγκέντρωση ατόμων, συνήθως σε προκαθορισμένο τόπο και για ορισμένο σκοπό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet